- κυσταθειονίνη
- η(βιοχ.) οργανική χημική ένωση που προέρχεται από την κυστεΐνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cystathionine, προϊόν συμφυρμού τών cysteine + methionine].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυσταθειονουρία — η ιατρ. η παρουσία κυσταθειονίνης στα ούρα, κληρονομική διαταραχή που αφορά ένα από τα στάδια τού μεταβολισμού τού αμινοξέος μεθειονίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό, πρβλ. αγγλ. cystathionuria… … Dictionary of Greek